γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want
ἐπιτάχυνσις: -εως, ἡ, ἐπίσπευσις, Διωτογ. παρὰ Στοβ. 331. 19.