ἀναληπτρίς
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A suspensory bandage, Gal.18(1).323; analemptris, = στρόφιον, prob.l. in Ov.AA3.273.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναληπτρίς: -ίδος, ἡ, ταινία ἢ ἀνάδεσμος πρὸς ἀνάρτησιν πράγματός τινος ἢ πάσχοντος μέλους τοῦ σώματος, «φασκιά», Γαλην., «τὴν Σωστράτου στηθοδεσμίδα τὴν ὀρθίαν μετὰ τῶν ἀναληπτρίδων» Γαλην. τόμ 12, σ. 496 (18. 2, σ. 223L.).