καθαρειότης
From LSJ
τούτου μὲν τοῦ ἀνθρώπου ἐγὼ σοφώτερός εἰμι → I am wiser than this man
German (Pape)
[Seite 1281] ητος, ἡ, = καθαριότης, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰθαρειότης: ἡ, = καθαριότης, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2139b. 9, Εὐστ. Πονημάτ. 279. 11.