εὐνουχίας
English (LSJ)
ου, ὁ,
A like a eunuch, impotent, Hp.Aër.22, Arist.GA746b24. II metaph., of a melon without seeds, opp. σπερματίας, Pl.Com.64.4; εὐ. κάλαμοι reeds without inflorescence, Thphr.HP4.11.4.
Greek (Liddell-Scott)
εὐνουχίας: -ου, ὁ, (εὐνοῦχος) ὅμοιος πρὸς εὐνοῦχον, ἀνίκανος πρὸς συνουσίαν, Ἱππ. π. Ἀέρ. 293, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 7, 15. ΙΙ. μεταφ., εἶδος σικυοῦ ἄνευ σπόρων, ἀντίθετον τῷ σπερματίας, οὐχ ὁρᾷς ὅτι ὁ... Λέαγρος... περιέρχεται σικυοῦ πέπονος εὐνουχίου κνήμας ἔχων; Πλάτ. Κωμ. ἐν «Λαΐῳ» 1˙ ὡς ὄνομα δένδρων τινῶν φοινικοφόρων, Ἀριστ. Ἀποσπ. 250˙ εὐν. κάλαμοι, οἱ τοῦ Πλινίου spadones, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 11, 4.