ἀνίκανος
ἡ δὲ γεωργία πέττει καὶ ἐνεργὸν ποιεῖ τὴν τροφήν → tillage brings to maturity and calls into action the nutritive properties of the soil
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A insufficient, incapable, Babr.92 Subscr., Hld.2.30.
2 dissatisfied with everything, Arr.Epict.4.1.106.
Spanish (DGE)
(ἀνίκᾰνος) -ον
• Prosodia: [-ῐ-]
I 1incapaz ἔργοις ἀ. incapaz en la acción Babr.92 epimitio (Crusius), ἐγὼ μὲν οὐκ ἀνίκανος ... δῶρόν γε λαμβάνων Hld.2.30.4
•incapacitado por una lesión οὐτέπο[τ] ε στρατεύομαι ἀ. PHerm.Rees 7.18 (IV d.C.).
2 insatisfecho τί ἄπληστος εἶ; τί ἀνίκανος; Arr.Epict.4.1.106.
II adv. -ως insuficientemente ἀ. ... ἔχοντος ... νόμου siendo insuficiente la ley Cyr.Al.M.70.37C.
German (Pape)
[Seite 237] 1) für den nichts hinreicht, ungenügsam, Arr. Ep. 4, 1, 106, neben ἄπληστος. – 2) unzureichend, unfähig, Heliod.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
insuffisant, incapable.
Étymologie: ἀ, ἱκανός.
Russian (Dvoretsky)
ἀνίκᾰνος: недостаточный или неспособный Babr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνίκᾰνος: [ῐ], -ον, ὁ μὴ ἀρκετός, ὁ μὴ ἱκανός, ὡς καὶ νῦν, Βαβρ. 92, ἐν τέλ., Ἡλιόδ. 2. 30. 2) ὁ μηδὲν εὑρίσκων ἱκανόν, ἀκόρεστος, «ᾧ οὐδέν ἐστιν ἱκανόν, ὁ μηδέποτε λέγων ἅλις» (Σημ. Κοραῆ σ. 408 εἰς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 1, 106). ― Ἐπίρρ. -νως, Κύριλλ. Ἀλ. καὶ ἄλλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνίκανος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει την ικανότητα να κάνει ή να πει κάτι
2. αδέξιος, ανεπαρκής
νεοελλ.
1. ο μη ικανός για στρατιωτική υπηρεσία, ιερατικό λειτούργημα ή εργασία εξαιτίας σωματικής ή πνευματικής αδυναμίας
2. αυτός που πάσχει από σεξουαλική ανικανότητα
αρχ.
ανικανοποίητος, ακόρεστος.
Greek Monotonic
ἀνίκανος: [ῐ], -ον, ακατάλληλος, αναρμόδιος, ανεπαρκής, σε Βάβρ.
Middle Liddell
insufficient, incapable, Babr.