ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
[Seite 835] od. ἔνδοι, dasselbe, Theocr. 15, 1. 77. S. Ahrens Dor. 365.
ἐνδοῖ: ἀλλὰ καθ’ Ἡρῳδιαν. (Ἀνέκδ. Κραμήρου τ. 2, σ. 162, 10), ἔνδοι, Δωρ. καὶ Αἰολ. ἀντὶ τοῦ ἔνδοθι, Θεόκρ. 15. 1., 55. 77: πρβλ. οἴκοι.