φωνητός
From LSJ
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
English (LSJ)
ή, όν,
A to be spoken, ἅ τ' οὐ φωνητὰ πρὸς ἀνδρός AP6.210 (Philet.). II utterable, τὸ ἔσχατον φ., opp. τὸ πρῶτον ἀκουστόν, Nicom.Harm.2.
Greek (Liddell-Scott)
φωνητός: -ή, -όν, λεκτός, ἅ τ’ οὐ φωνητὰ πρὸς ἄνδρας Ἀνθ. Παλατ. 6. 210.