ναοδομία
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
German (Pape)
[Seite 228] ἡ, der Tempelbau, Nicet
Greek (Liddell-Scott)
νᾱοδομία: ἡ, ἡ οἰκοδομὴ ναῶν, Νικήτ. Χρον. 134C.