A v. ἑλίσσω. εἰλκτής· αἴτιος, Hsch. εἴλλω, εἵλλω, v. εἴλω.
[Seite 729] ion. u. ep. 3. Pers. plur. plusqperf. zu ἑλίσσω.
εἱλίχατο: ἴδε τὸ ῥῆμα ἑλίσσω.