κατασοφίζομαι

Revision as of 09:53, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

   A outwit by sophisms or fallacies, c. acc. pers., LXX Ex.1.10, Luc.DDeor.1.1, etc.; ταῖς εὑρησιλογίαις κ. τὴν δύναμιν τῆς πεπρωμένης D.S.17.116; τὸν νόμον διὰ τῆς ἑαυτοῦ κακουργίας κ. Just. Nov.72.5: c. gen., Ael.in Ar.Byz.Epit.58.6:—also as Pass., to be outwitted, Plu.2.80c, Alex.Aphr.in SE43.22, Luc.DDeor.16.2, Longin. 17.1.    2 κ. τι περί τινων evade by quibbling, CIG(add.)4224d10 (Anticragus).    3 falsify, J.AJ8.15.5.

Greek (Liddell-Scott)

κατασοφίζομαι: ἀποθ., καταβάλλω διὰ σοφισμάτων, ἐλέγχω σοφιστικῶς, ἀπατῶ, μετ’ αἰτ. προσ., κατασοφίζει με Λουκ. Θεῶν Διάλ. 1. 1, Διόδ. 17. 116, Ἑβδ. κτλ.· «κατασοφισθεῖσα· χλευασθεῖσα. τεχνασθεῖσα» Ἡσύχ. καὶ «κατεσοφίσθη· ἐπλανήθη»· δεῦτε κατασοφισώμεθα αὐτοὺς Ἑβδ., ὅπερ ὁ Σουΐδ. ἑρμηνεύει «τεχνασώμεθα, μηχανῇ τινι κακώσωμεν·- ἀλλ’ ὡσαύτως ὡς παθ., νικῶμαι, καταβάλλομαι διὰ σοφισμάτων, κατασοφισθεὶς ὑπ’ ἀνθρώπου τόλμαν ἔχοντος Πλούτ. 2. 80C, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 16. 2· ὡς παῖς ἄφρων ὑπὸ τεχνήτου ῥήτορος κατασοφίζεται Λογγῖν. 7. 1. 2) κ. τι περί τινων, ἀποφεύγω διὰ σοφιστείας, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.), 4224d. 10.