πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected
[Seite 1093] eine Mißgeburt zur Welt bringend, Sp.
τερᾰτοτόκος: ἡ, ἡ τέρας τεκούσα, Θεοφυλ. Σιμοκ. Ἱστ. σ. 144, ἐν τέλ., Νικηφ. Καλλίστ. Ἐκκλ. Ἱστορ. τ. 2, σελ. 854C.