Ἰκάριος

Revision as of 09:55, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

English (LSJ)

[ῑκᾰ], α, ον, Icarian,

   A πόντος Il.2.145; πέλαγος Hdt.6.96.

Greek (Liddell-Scott)

Ἰκάριος: ῑκᾰ, α, ον, πόντος Ἰκ., τὸ μέρος τοῦ Αἰγαίου πελάγους τὸ μεταξὺ τῶν Κυκλάδων καὶ τῆς Καρίας, ἔνθα ἐλέγετο ὅτι Ἴκαρος ὁ υἱὸς τοῦ Δαιδάλου ἐπνίγη, Ἰλ. Β. 145· Ἰκ. πέλαγος Ἡρόδ. 6. 96 Ἰκάριον μόνον, αὐτόθι 95.