συνεπεγείρω: ἐπεγείρω ἀπὸ κοινοῦ ἐναντίον τινός, τοὺς λοιποὺς συνεπήγειρας Βασίλ. τ. 3, σ. 228Α· συνεπηγείροντο δ’ ἀῆται Χρησμ. Σιβ. 1, 220, Νικήτ., κλπ.