κεφαλαλγός
From LSJ
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
German (Pape)
[Seite 1428] = κεφαλαλγής 2, Plut. de sanit. tuend. p. 396, schwerlich richtig.
Greek (Liddell-Scott)
κεφᾰλαλγός: -όν, ἴδε ἐν λεξ. κεφαλαλγής.