τετραπώγων
From LSJ
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
English (LSJ)
ωνος, ὁ, a plant,
A = τραγοπώγων, Ps.-Dsc.2.143.
Greek (Liddell-Scott)
τετραπώγων: -ωνος, ὁ, εἶδος φυτοῦ, = τραγοπώγων, Διοσκ. 2. 173.