χωράρχης

From LSJ
Revision as of 09:57, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471

German (Pape)

[Seite 1387] ὁ, Herr des Landes, B. A. 316.

Greek (Liddell-Scott)

χωράρχης: -ου, ὁ, ὁ κύριος, δεσπότης, διοικητὴς χώρας ἢ ἐπαρχίας, Κ. Μανασσ. Χρον. 602, Βυζ.· -αρχία, ἡ, Κ. Μανασσ. Χρον. 5029.