κιναίδιον

Revision as of 10:02, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

English (LSJ)

τό,

   A = ἴυγξ, Hsch., Phot.; = σεισοπυγίς, Sch.Theoc.2.17.

German (Pape)

[Seite 1439] τό, ein Vogel, = κίλλουρος, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

κῐναίδιον: τό, ὄνομα τοῦ πτηνοῦ ἶυγξ (πρβλ. σεισοπυγίς), Ἡσύχ., Φώτ., κτλ.· πρβλ. Σχόλ. Θεοκρ. 2. 17.