ἶυγξ

Greek (Liddell-Scott)

ἶυγξ: ἴυγγος, ἡ, (ἰύζω) «τὸ ὄρνεον τὸ λεγόμενον σεισοπυγὶς» (Σουΐδ.), κοινῶς «σουσοῦρα», σουσουράδα «ἢ κωλοσουσουράδα», lynx torquilla, κληθεῖσα οὕτως ἐκ τῆς κραυγῆς αὐτῆς, ἐνῷ τὸ τῆς συνηθείας ὄνομα προέκυψεν ἐκ τῆς σείσεως τῆς οὐρᾶς, καὶ τὸ παρ᾽ Ἄγγλοις wryneck ἐκ τῆς κινήσεως τοῦ αὐχένος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 4, π. Ζ. Μορ. 4. 12, 35, Αἰλ. π. Ζ. 19. Οἱ γόητες καὶ αἱ μάγισσαι τῶν ἀρχαίων ἔδενον τὸ πτηνὸν τοῦτο εἰς τροχὸν καὶ περιέστρεφον αὐτὸν πιστεύουσαι ὅτι οὕτως εἷλκον τὰς καρδίας ἀνδρῶν καὶ ἔθελγον ἢ ἐμάγευον αὐτοὺς εἰς ὑπακοήν· ἐντεῦθεν ἦτο ἐν πολλῇ χρήσει πρὸς ἀνάκτησιν ἀπίστων ἐραστῶν. Ἡ ἐνέργεια αὕτη ἐκαλεῖτο ἕλκειν ἴυγγα ἐπί τινι, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 17 (ἔνθα ἴδε Schneid.)· οὕτως, ἶυγξ ἕλκει τινὰ ποτὶ δῶμα Θεόκρ. 2. 17· καὶ μεταφ., ἕλκομαι ἴυγγι ἦτορ, ὡς διὰ μαγείας, Πινδ. Ν. 4. 56· ὥσπερ ἀπὸ ἴυγγος τῷ κάλλει ἑλκόμενος Λουκ. π. Οἴκου 13· οὕτως ἐν Πινδ. Π. 4. 381, ἴυγγα τετράκναμον, πιθανῶς σημαίνει τὸν τροχὸν τὸν ἔχοντα τὰς πτέρυγας καὶ τοὺς πόδας τῆς ἴυγγος τεταμένα οὕτως ὥστε νὰ ἀποτελῶσι τέσσαρας κνήμας ἤτοι ἀκτῖνας τοῦ τροχοῦ, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 205, καὶ ἴδε Σχολιαστ. Πινδ. ἔνθ᾿ ἀνωτ. 2) μεταφ., γοητεία, φίλτρον, τῇ σῇ ληφθέντες ἴυγγι Ἀριστοφ. Λυσ. 1110, πρβλ. Λυκόφρ. 310. Διογ. Λ. 6. 76· ― ὡσαύτως, λέξις ἰσχυροτέρα τοῦ πόθος, σφοδρὰ ἐπιθυμία, ἴυγγα… ἀγαθῶν ἑτάρων Αἰσχύλ. Πέρσ. 989. ῑ Ἐπικ. καὶ παρὰ Πινδ.· ῐ Ἀττ..

Greek Monotonic

ἶυγξ: ἴυγγος, ἡ (ἰύζω
1. σουσουράδα, ονομαζόμενη έτσι από την κραυγή της· οι αρχαίες μάγισσες συνήθιζαν να τη δένουν σ' έναν τροχό, πιστεύοντας πως καθώς γύριζε, είλκυαν έτσι τις καρδιές των ανδρών και τους έκαναν να υπακούουν, σε Ξεν., Θεόκρ.
2. μεταφ., ξόρκι, φίλτρο, γοητεία, φλογερή επιθυμία, πόθος για κάτι, με γεν., σε Αισχύλ.