βιβλιοφόρος

From LSJ
Revision as of 10:02, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

German (Pape)

[Seite 444] ὁ, Bücher, Briefe tragend, Pol. 4, 22 u. Sp., s. βιβλιαφόρος.

Greek (Liddell-Scott)

βιβλιοφόρος: -ον, ὁ φέρων ἐπιστολάς, γραμματοκομιστής, Λατ. tabellarius, Πολυβ. Ἀποσπ. 38.