Καδμεῖος
Greek (Liddell-Scott)
Καδμεῖος: -α, -ον, ὁ ἐκ τοῦ Κάδμου, Καδμείη... Σεμέλη, ἡ τοῦ Κάδμου θυγάτηρ, Ἡσ. Θ. 940, Τραγ.· ποιητ. Καδμέϊος, Πινδ. Ι. 4. 88 (3. 71), Σοφ. Ἀντ. 1115· - Καδμεῖοι, οἱ, οἱ παλαιοὶ κάτοικοι τῶν Θηβῶν, Ὅμ., Ἡσ., Τραγ.· ὡσαύτως Καδμείωνες Ἰλ. Δ. 385, κτλ.: - ἡ Καδμεία, ἡ ἀκρόπολις τῶν Θηβῶν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 11· - παροιμ., Καδμεία νίκη, ἐπιφέρουσα δηλ. τὸν ἴδιον ὄλεθρον τῶν νικώντων (ἐκ τοῦ μύθου τῶν Σπαρτῶν, δηλ. τῶν καταγομένων ἐκ τῶν σπαρτῶν ὀδόντων τοῦ δράκοντος, ἢ ἐκ τῆς ἱστορίας τοῦ Πολυνείκους καὶ Ἐτεοκλέους), Ἡρόδ. 1. 166, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 641C, Πλούτ. 2. 488Α, Σουίδ.· ὡσαύτως, Καδμεῖον κράτος Ἀνθ. Π. 5. 179.