μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves
διακεχωρισμένος: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ διαχωρίζω, σαφῶς, ἀκριβῶς, Σουΐδ. ἐν λ. διακεκριμένως.