παράορος
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
Full diacritics: παράορος | Medium diacritics: παράορος | Low diacritics: παράορος | Capitals: ΠΑΡΑΟΡΟΣ |
Transliteration A: paráoros | Transliteration B: paraoros | Transliteration C: paraoros | Beta Code: para/oros |
A v. παρήορος. παραός· ἀετός (Maced.), Hsch.
παράορος: ἴδε ἐν λ. παρήορος. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παράορος· σειραφόρος».