ἐσχαρίτης
From LSJ
τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants
τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants
Full diacritics: ἐσχαρίτης | Medium diacritics: ἐσχαρίτης | Low diacritics: εσχαρίτης | Capitals: ΕΣΧΑΡΙΤΗΣ |
Transliteration A: escharítēs | Transliteration B: escharitēs | Transliteration C: escharitis | Beta Code: e)sxari/ths |
[ῑ] (sc. ἄρτος), ὁ,
A bread baked over the fire, Antidot.3, Crobyl.2, LXX2 Ki.6.19, J.AJ7.4.2.
ἐσχᾰρίτης: (δηλ. ἄρτος), ὁ, ἄρτος ὠπτημένος ἐπὶ ἐσχάρας, Ἀντίδοτος ἐν «Πρωτοχόρῳ» 2, Κρώβυλος ἐν «Ἀπαγχομένῳ» 2. - Καθ᾿ Ἡσύχ.: «ἐσχαρίτης· ἄρτος ἔγκρυπτος».