χῦμα

From LSJ
Revision as of 10:09, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479

Greek (Liddell-Scott)

χῦμα: (χύμα παρ’ Ἡρῳδιανῷ καὶ Δράκ.), τό, ὡς τὸ χεῦμα, τὸ ἐκχεόμενον ἢ ἐκρέον, ῥευστόν, ὑγρόν, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 2, Διόδ. 17. 75· ἔτι καὶ χ. νιφάδος Ἀλκίφρων 1. 23· χυτός, ἐκ μετάλλου κατεσκευασμένος ἀνδριάς, Συλλ. Ἐπιγρ. 1570b. 50. 2) μεταφ., πλήμμυρα, ποσότης ἄμετρος Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Β΄, 24) χ. καρδίας, μέγεθος καρδίας, μεγαλοψυχία, αὐτόθι (Γ΄ Βασ. Δ΄, 29). [ῠ κατὰ τὸν Δράκοντα, ὡς δεικνύει καὶ ἡ ἐκ τοῦ πρκμ. κέχῠμαι παραγωγή· ὅθεν ὁ τονισμὸς χῦμα νομίζεται ὑπό τινων πλημμελής, πρβλ. Ἕρμανν. εἰς Ὀρφ. Ὕμν. 10.22, - εἰ καὶ συχνάκις οὕτω φέρεται, πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 419].