πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected
ξενοπροσώπως: Ἐπίρρ., διὰ ξένου προσώπου, διὰ τῶν αὐτοῦ ὑπηρετῶν ξενοπροσώπως ἐπηρεάζοντι Ἰω. Ἀντιοχ. ἐν Cotel Mon. τ. 1, σ. 178Α.