Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
ἐπῆεν: Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. τοῦ παρατ. τοῦ ἔπειμι (εἰμί, ὑπάρχω).