ὀλυμπιονίκη
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
Greek (Liddell-Scott)
ὀλυμπιονίκη: Δωρ. ὀλυμπιονίκα, ἡ, νίκη ἐν τοῖς Ὀλυμπιακοῖς ἀγῶσι, δύο τ’ ὀλυμπιονίκας ἀείδειν Βακχυλ. IV, 17. ― Ἡ ὀνομαστ. ὀλυμπιονίκη εὕρηται παρ’ Ἀντιφῶντι ἐν Ἀποσπάσμ. 131 (130 Saupp).