ἐμμενετός
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
ή, όν,
A maintainable, ἀγαθά Stoic.3.22.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμμενετός: -ή, -όν, εἰς ὃν ἐμμένει τις, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 142.