καινοδοξέω
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1294] = καινοτομέω, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
καινοδοξέω: ἔχω καινάς, νέας δόξας, νέα σχέδια περί τινος (ἀλλ’ αἱ νεώτεραι ἐκδ. ἔχουσι καινοτομέω), Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 16, 11, 1.
[Seite 1294] = καινοτομέω, Ios.
καινοδοξέω: ἔχω καινάς, νέας δόξας, νέα σχέδια περί τινος (ἀλλ’ αἱ νεώτεραι ἐκδ. ἔχουσι καινοτομέω), Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 16, 11, 1.