Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
νουσᾰλέος: -α, -ον, (νοῦσα) νοσηρός, νοσώδης, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ε΄, 9.