διιθυντήρ
From LSJ
Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A = διευθυντήρ, Man.4.40:—also διῑθ-υντής, οῦ, ὁ, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
διιθυντήρ: ῆρος, = διευθυντήρ, Μανέθων 4. 40.