προσαρμόζω

Revision as of 10:18, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

English (LSJ)

later Att. προσαρμόττω,

   A fit to, attach closely to, μαστῷ τέκνα E.Ion 762; τῷ προσαρμόσω στόμα; Id.HF486; γυμνὰς ἐκ <πέπλων> ἐπωμίδας κώπῃ π. Id.IT1405; τι εἴς τι Pl.Tht.193c, cf. 194a:— Pass., δρέπανα περὶ τοῖς ἄξοσι προσήρμοσται X.Cyr.6.2.17; προσήρμοσται [τὸ πηδάλιον] τῷ πλοίῳ Arist.Mech.850b32.    2 metaph., adapt, ὄνομα πράγματι Pl.Cra.414d; ἕκαστον ἑκάστῳ Id.Phdr.271b; π. ἑαυτὸν πρός τινα Plu.2.52b; ῥυθμοὺς π. [μέλει] set measures, Pl.Lg.669c.    3 c. acc. only, χέρας π. E.Supp.816 (lyr.); π. τὴν χεῖρα fit it on to the stump, X.Cyr.7.3.9; π. ξύλα to a broken rudder, Plu.Brut.46; ἀντὶ δώρων δῶρα π. add fitting gifts, S.Tr.494.    II intr., attach oneself, Arist.GA718a28; κύκλος προσαρμόττων κέντρῳ Plot.4.4.16.    2 suit or agree with a thing, τὸ προσαρμόττον ἑκάστῃ φύσει εἶδος Pl.Phdr. 277c; πρός τι X.Cyr.8.4.21.    III Med., fit on to oneself, Aesar. ap.Stob.1.49.27.

German (Pape)

[Seite 752] 1) daran fügen, befestigen, Xen.; hinzufügen, Soph. Trach. 494, ἅ τ' ἀντὶ δώρων δῶρα χρὴ προσαρμόσαι; μαστῷ προσαρμόσαι τέκνα, Eur. Ion 762 I. A. 296; τί τινι, Plat. Crat. 414 d; εἴς τι, Theaet. 193 c; Sp., wie Pol. 3, 46, 2. – 2) womit übereinstimmen, πρός τι, Xen. Cyr. 8, 4, 9 u. Sp. S. das Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

προσαρμόζω: νεώτ. Ἀττικ. -όττω· ― ὡς καὶ νῦν, μαστῷ τέκνα Εὐρ. Ἴων 762· τῷ προσαρμόσω στόμα; ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 486· χέρας κώπῃ πρ. ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1405, πρβλ. Ἱκέτ. 816· πρ. δρέπανα περὶ τοῖς ἄξοσι Ξεν. Κύρ. 6. 2, 17· τι εἴς τι Πλάτ. Θεαίτ. 193C, πρβλ. 194Α καὶ ἴδε ἐν λέξ. ἐμβιβάζω, χεῖλος Ι. 1. ― Παθ., προσήρμοσται [τὸ πηδάλιον] τῷ πλοίῳ Ἀριστ. Μηχαν. 5, 1. 2) μεταφορ., «ταιρειάζω», σύμφωνον ποιῶ, ὄνομα πράγματι Πλάτ. Κρατ. 414D· ἕκαστον ἑκάστῳ ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 271Β· πρ. ἑαυτὸν πρός τινα Πλούτ. 2. 52Α· ῥυθμοὺς πρ., εὑρίσκω καταλλήλους ῥυθμούς, Πλάτ. Νόμ. 669C. 3) μετὰ μόνης αἰτιατ., πρ. τὴν χεῖρα, ἐφαρμόζω εἰς..., Ξέν. Κύρ. 7. 3, 9· πρ. ξύλα, εἰς τεθραυσμένον πηδάλιον, Πλουτ. Βροῦτ. 46· ἅ τ’ ἀντὶ δώρων δῶρα χρὴ προσαρμόσαι, ἀντιδοῦναι προσαρμόζοντα, κατάλληλα δῶρα, Σοφ. Τρ. 494. ΙΙ. ἀμεταβ., προσκολλῶμαι, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 7, 3. 2) συμφωνῶ, «ταιρειάζω» μέ τι πρᾶγμα, τινὶ Πλάτ. Φαῖδρ. 277C· πρός τι Ξεν. Κύρ. 8. 4, 21. ΙΙΙ. Μέσ., προσαρμόζω τι εἰς ἐμαυτόν, προσαρμόξασθαι δ’ αὐτὰ ὁ νόος δύναται Στοβ. Ἐκλογ. 1. 106, ἔκδ. Canter.