ἐφαρμόζω
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
English (LSJ)
Att. ἐφαρμόττω, Dor. ἐφαρμόσδω Theoc.1.53.
I intr., fit on or to, πειρήθη δ' ἕο αὐτοῦ ἐν ἔντεσι.. εἰ οἷ ἐφαρμόσσειε Il.19.385 (unless trans.).
2 to be adapted or capable of adaptation to, τινι Arist.APo.88a33, Pol.1276b25, al.; ἐπί τινος Id.Ph.201b14, al.; ἐπί τι ib.228b25, al.; ὁ.. μάλιστ' ἂν ἐφαρμόσας πολίτης ἐπὶ πάντας τοὺς.. πολίτας Id.Pol.1275a33: abs., ὁ λόγος οὐκ ἐ. Id.Cael.308b2, etc.; tally, Id.Resp.474a10: Geom., coincide, ἐπί τι Euc. 1.4, Archim.Con.Sph.18: c. dat., ibid., Papp.244.9:—Pass., c. dat., Plot.4.4.23.
3 befit, suit, [οῐνῳ] ἐφαρμόζουσιν ἀοιδαί Panyas.14.2; to be applicable, of a test, ἐπί τινος Arist.Pol.1275b32.
II trans., fit one thing on to another, οἱ χροῒ κόσμον Hes.Op.76; τοὔνομ'.. ἐλεγείῳ Critias 4 D.; σχοίνῳ [τοὺς ἀνθέρικας] Theoc.1.53:—Med., ζεῦγλαν ἐφηρμόσατο AP9.19 (Arch.).
b Geom., in Pass., of a figure, to be applied to another figure, ἐπί τι Euc.1.4, Archim.Aequil.Prooem.; γραμμὴ γραμμῇ Plot.2.7.1.
2 suit, accommodate, τὰς δαπάνας ταῖς προσόδοις X.Ages.8.8; τοὺς λόγους τοῖς προσώποις D.H.Lys.13; λόγῳ μέλη καὶ μέτρα καὶ ῥυθμούς, Plu.2.769c, cf. Orph.A.1001; apply, τι ἐπί τι Arist.APo.75b4; refer, τι ἔς τινα Luc.Pisc.38; λόγων τε πίστιν.. ἐφαρμόσαι to add fitting assurance, S.Tr.623:—Med., χάρματι καὶ λύπῃ μέτρον ἐφηρμόσατο AP9.768 (Agath.), cf. 10.26 (Luc.):—Pass., adapt oneself to, τινι Epic. ap. Clearch.47, cf. Antig.Mir.25.
German (Pape)
[Seite 1113] praes. gew. ἐφαρμόττω, daran, darauf passen, fügen; πάντα δέ οἱ χροῒ κόσμον ἐφήρμοσε Παλλάς Hes. O. 76; σχοίνῳ ἐφαρμόσδων Theocr. 1, 53; λόγων τε πίστιν ὧν ἔχεισἐφαρμόσαι Soph. Tr. 620, die Rede beglaubigen; τὰς δαπάνας ταῖς προσόδοις Xen. Ages. 8, 8; ταῦτα τοῖς ὑπὸ σοῦ λεγομένοις, damit vergleichen, Luc. apol. 1; τὶ ἔς τινα, auf Einen beziehen, Pisc. 38; ἐφαρμοστέον, man muß anpassen, Pol. 1, 14, 8. – Intr., daraufpassen, bequem sein, εἰ οἷ ἐφαρμόσσειε τὰ ἔντεα, Il. 19, 385; κοινὸς ἐφαρμόσει πᾶσιν Arist. pol. 3, 4; ἐπί τι, 3, 1 Eth. Nic. 5, 8, wie Pol. 3, 1, 8; auch πρὸς πάντα τὰ τοῦ βίου πράγματα ἐφαρμόζειν δυνήσεται, wird sich in alle Lebensverhältnisse schicken können, Plut. Consol. ad Apoll. p. 355. – Med. sich fügen in Etwas, τοῖσιν ἐφαρμόζου τῶν κεν καὶ δῆμον ἵκηαι Clearch. bei Ath. VII, 317 b; im eigentlichen Sinne, δούλαν ζεῦγλαν ἐφηρμόσατο, Archi. 24 (IX, 19).
French (Bailly abrégé)
ao. ἐφήρμοσα;
1 tr. ajuster, adapter ; fig. proportionner : τὰς δαπάνας ταῖς προσόδοις XÉN proportionner ses dépenses à ses revenus ; ἐφ. τί τινι LUC mettre une chose en harmonie avec une autre, adapter ou rattacher une chose à une autre ; τι ἔς τινα approprier qch pour qqn;
2 intr. s'adapter à, être en harmonie avec : τινι, πρός τι avec qch.
Étymologie: ἐπί, ἁρμόζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐφαρμόζω: атт. ἐφαρμόττω, дор. ἐφαρμόσδω (aor. ἐφήρμοσα)
1 прикреплять, присоединять (ἀκριδοθήραν σχοίνῳ Theocr.): λόγων πίστιν ἐφαρμόσαι Soph. (в дополнение к чему-л. точно передать чьи-л.) слова;
2 надевать (κόσμον χροΐ Hes.); med. надевать на себя (δούλαν ζεῦγλαν Anth.);
3 прилаживать, приспособлять, приноравливать, приводить в соответствие (τί τινι Arst., Luc., τι ἐπί τινος и ἐπί τι Arst., τι ἔς τινα Luc.): ἐ. δαπάνας ταῖς προσόδοις Xen. сообразовать расходы с доходами; λύπῃ μέτρον ἐφαρμόσασθαι Anth. умерить свою печаль;
4 быть (хорошо) прилаженным, находиться в соответствии, гармонировать (τινί Hom., Arst., Plut., ἐπί τινος и ἐπί τι Arst. и πρός τι Plut.): πειρήθη ἕο αὐτοῦ ἐν ἔντεσιν Ἀχιλλεύς, εἰ οἷ ἐφαρμόσσειε Hom. Ахилл примерил на себе доспехи, (чтобы убедиться), впору ли они ему.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφαρμόζω: Ἀττ. -όττω, Δωρ. -όσδω (Θεόκρ.): μέλλ. -όσω: Ι. ἀμετάβ., προσαρμόζομαι ἐπί τινος ἢ εἴς τι, πειρήθη δ’ ἕο αὐτοῦ ἐν ἕντεσι…, εἰ οἷ ἐφαρμόσσειε, «εἰ ἐφαρμόζοιεν αὐτῷ τὰ ὅπλα» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Τ. 385. 2) εἶμαι ἁρμόδιος ἢ δύναμαι νὰ προσαρμοσθῶ εἴς τι, τινι Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 32, 2, Πολιτικ. 3. 4, 2. κ. ἀλλ.· ἐπί τινος ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 3. 1, 10, κ. ἀλλ.· ἐπί τι αὐτόθι 5. 4, 15, κ. ἀλλ.· ὁ… μάλιστα ἐφαρμόσας πολίτης ἐπὶ πάντας τοὺς πολίτας ὁ αὐτ. Πολιτικ. 3. 1, 8· ἐπ’ ἄλληλα Εὐκλείδ.· ἀπολ., Ἀριστ. Πολ. 7. 6. 3) εἶμαι κατάλληλος, ἁρμόζω, οἴνῳ ἐφαρμόζουσιν ἀοιδαὶ Πανύας παρ’ Ἀθην. 37Β· πρός τι Πλούτ. 2. 136Ε, κτλ. ΙΙ. μεταβατ., προσαρμόζω τι εἰς ἕτερον, κόσμον χροῒ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 76· σχοίνῳ τοὺς ἀνθέρικας Θεόκρ. 1. 53: - Μέσ., ζεῦγλαν ἐφηρμόσατο Ἀνθ. Π. 9. 19. 2) συναρμόζω, καθιστῶ ἀναλόγους, τὰς δαπάνας ταῖς προσόδοις Ξεν. Ἀγησ. 8. 8· τοὺς λόγους τοῖς προσώποις Διον. Ἁλ. ἐν Λυσ. 13· καθάπερ δὲ λόγῳ ἡ ποίησις ἡδύσματα μέλη καὶ μέτρα καὶ ῥυθμοὺς ἐφαρμόσασα Πλούτ. 2. 769C, πρβλ. Ἀργ. 1004· ἐφ. τι ἐπί τινος Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 2, 3· τι ἐπί τι ὁ αὐτ. Ἀν. Ὑστ. 1. 7, 2· τι ἔς τινα Λουκ. Ἁλ. 38· λόγων τε πίστιν… ἐφαρμόσαι Σοφ. Τρ. 623. - Μέσ., χάρματι καὶ λύπῃ μέτρον ἐφηρμόσατο Ἀνθ. Π. 9. 768, πρβλ. 10. 26. - Παθ., συναρμόζω ἐμαυτὸν εἴς τι, τινι Κλέαργ. παρ’ Ἀθην. 317Β.
English (Autenrieth)
aor. opt. ἐφαρμόσσειε: intr., fit, suit, Il. 19.385†.
Greek Monolingual
(ΑΜ ἐφαρμόζω, Α αττ. τ. ἐφαρμόττω, δωρ. τ. ἐφαρμόσδω)
1. προσαρμόζομαι σε κάτι, έχω καλή εφαρμογή, ταιριάζω (α. «πειρήθη δ' ἕο αὐτοῦ ἐν ἔντεσι... εἰ οἷ ἐφαρμόσσειε», Ομ. Ιλ.
β. «τα σανίδια δεν εφαρμόζουν καλά»)
2. θέτω κάτι πάνω σε κάτι άλλο με αντικειμενικό σκοπό την εφαρμογή, συνταιριάζω, συναρμολογώ
3. θέτω κάτι σε εφαρμογή, φέρω εις πέρας, πραγματοποιώ, πραγματώνω («ο μηχανικός πολιτισμός εφαρμόζει τα πορίσματα της θεωρίας τών φυσικών επιστημών»)
νεοελλ.
(μτχ. παρακμ.) φρ. «εφαρμοσμένες επιστήμες» — οι επιστήμες που έχουν άμεσες πρακτικές εφαρμογές
μσν.
τακτοποιώ
μσν.-αρχ.
ταιριάζω καλά, προσαρμόζομαι καλά με την ιδιάζουσα φύση κάποιας κατάστασης (α. «ἐφαρμόζουσιν ἀοιδαὶ [οἴνῳ]» — πάνε καλά, ταιριάζουν με το κρασί τα τραγούδια, Παν.
β. «πῶς οὐχὶ φίλον αὐτῷ καὶ ἐφαρμόζον τῆς σωματικῆς ἰδέας», Στουδ. Θεόδ.)
αρχ.
1. καθιστώ κάτι αρμονικό, σύμφωνο με κάτι, φέρω σε συμφωνία, σε συμβιβασμό («ἐφαρμόσας τὰς δαπάνας ταῖς προσόδοις», Ξεν.)
2. ευαρμονίζω («ἡ ποίησις λόγῳ μέλη καὶ μέτρα καὶ ῥυθμοὺς ἐναρμόσασα», Πλούτ.)
3. φρ. «ἐφαρμόζω ἐπί τινος» — είμαι αρμόδιος, σχετικός με κάτι
4. παθ. ἐφαρμόζομαι
(για γεωμετρικά σχήματα) συνταυτίζομαι, συμπίπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἁρμόζω.
Greek Monotonic
ἐφαρμόζω: Αττ. -όττω, Δωρ. -όσδω, μέλ. -αρμόσω,
I. 1. αμτβ., προσαρμόζομαι πάνω σε, τοποθετούμαι, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.
2. είμαι κατάλληλος να προσαρμοστώ σε, τινί, σε Αριστ.
II. 1. προσαρμόζω, τοποθετώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο, προβάρω, δοκιμάζω, φορώ, τί τινι, σε Ησίοδ., Θεόκρ. — Μέσ., φορώ πάνω μου, σε Ανθ.
2. συναρμολογώ, τακτοποιώ, ρυθμίζω, σε Ξεν.· πίστιν ἐφαρμόσαι, προσθέτω την πρέπουσα εγγύηση, την κατάλληλη ασφάλεια, σε Σοφ.
Middle Liddell
Attic -όττω doric -όσδω fut. -αρμόσω
I. intr. to fit on or to, to fit one, c. dat., Il.
2. to be adapted to, τινί Arist.
II. trans. to fit one thing to another, fit on, put on, τί τινι Hes., Theocr.:— Mid. to put on oneself, Anth.
2. to suit, accommodate, Xen.; πίστιν ἐφαρμόσαι to add fitting assurance, Soph.