εἰκοτολογέω
English (LSJ)
A infer from probabilities, Str. 13.3.2.
Greek (Liddell-Scott)
εἰκοτολογέω: λέγω ἐκ συμπερασμοῦ, συμπεραίνω, πιθανολογῶ, Στράβων 620.
A infer from probabilities, Str. 13.3.2.
εἰκοτολογέω: λέγω ἐκ συμπερασμοῦ, συμπεραίνω, πιθανολογῶ, Στράβων 620.