ἁρμάμαξα

Revision as of 10:21, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

English (LSJ)

[μᾰμ], ης, ἡ,

   A covered carriage, esp. used by Persians; [Ξέρξης] μεταβαίνεσκε ἐκ τοῦ ἅρματος ἐς ἁρμάμαξαν Hdt.7.41, cf. 83; of ambassadors to Susa, ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι Ar.Ach. 70; used by women, X.Cyr.3.1.40, 6.4.11.

German (Pape)

[Seite 355] (ein persisches Wort), ἡ, ein bedeckter morgenländischer Reisewagen, bes. für Frauen, Her. 7, 41 u. Wesseling daselbst. Oft bei Xen., wo es übh. ein Lastwagen ist.

Greek (Liddell-Scott)

ἁρμάμαξα: -ης, -ἡ, ἅμαξα κεκαλυμμένη καὶ ἀναπαυτική, συνήθως μνημονεύεται ἐν σχέσει πρὸς Περσικὴν χλιδήν, οὕτως ὁ Ξέρξης, ὅτε κατὰ τὴν πορείαν ἐκουράζετο, μεταβαίνεσκε ἐκ τοῦ ἅρματος εἰς ἁρμάμαξαν Ἡρόδ. 7. 41, πρβλ. 83· καὶ περὶ τῶν εἰς Περσίαν πεμπομένων πρεσβευτῶν λέγεται ὅτι ἐπορεύοντο ἐφ’ ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι Ἀριστοφ. Ἀχ. 70· μετεχειρίζοντο δὲ αὐτὰς κυρίως οἱ γυναῖκες, Ξεν. Κύρ. 3. 1. 40., 6. 4, 11, Ἀνάβ. 1. 2, 16, 18.