ἁρμάμαξα
English (LSJ)
[μᾰμ], ης, ἡ, covered carriage, esp. used by Persians; Ξέρξης μεταβαίνεσκε ἐκ τοῦ ἅρματος ἐς ἁρμάμαξαν Hdt.7.41, cf. 83; of ambassadors to Susa, ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι Ar.Ach. 70; used by women, X.Cyr.3.1.40, 6.4.11.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Prosodia: [-μᾰμ-]
carro cubierto, carroza vehículo lujoso de origen persa para viaje Ξέρξης μετεκβαίνεσκε ... ἐκ τοῦ ἅρματος ἐς ἁρμάμαξαν Hdt.7.41, ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι (οἱ πρέσβεις) Ar.Ach.70, cf. Philostr.VA 1.21
•gener. usado por mujeres ἁρμαμάξας τε ἅμα ἤγοντο, ἐν δὲ παλλακὰς καὶ θεραπηίην πολλὴν ... εὖ ἐσκευασμένην Hdt.7.83, cf. 9.76, X.Cyr.3.1.40, 6.4.11, An.1.2.16, Plu.2.173f, Them.26, Polyaen.8.54
•de un carro triunfal ἄγαλμα (Δρουσίλλης) ἐπ' ἐλεφάντων ἐν ἁρμαμάξῃ ἐς τὸν ἱππόδρομον ἐσήγαγε D.C.59.13.8.
German (Pape)
[Seite 355] (ein persisches Wort), ἡ, ein bedeckter morgenländischer Reisewagen, bes. für Frauen, Her. 7, 41 u. Wesseling daselbst. Oft bei Xen., wo es übh. ein Lastwagen ist.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
voiture couverte à l'usage des grands personnages orientaux, des femmes de haut rang.
Étymologie: ἅρμα, ἅμαξα.
Russian (Dvoretsky)
ἁρμάμαξα: ἡ крытая дорожная повозка Her., Arph., Xen., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρμάμαξα: -ης, -ἡ, ἅμαξα κεκαλυμμένη καὶ ἀναπαυτική, συνήθως μνημονεύεται ἐν σχέσει πρὸς Περσικὴν χλιδήν, οὕτως ὁ Ξέρξης, ὅτε κατὰ τὴν πορείαν ἐκουράζετο, μεταβαίνεσκε ἐκ τοῦ ἅρματος εἰς ἁρμάμαξαν Ἡρόδ. 7. 41, πρβλ. 83· καὶ περὶ τῶν εἰς Περσίαν πεμπομένων πρεσβευτῶν λέγεται ὅτι ἐπορεύοντο ἐφ’ ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι Ἀριστοφ. Ἀχ. 70· μετεχειρίζοντο δὲ αὐτὰς κυρίως οἱ γυναῖκες, Ξεν. Κύρ. 3. 1. 40., 6. 4, 11, Ἀνάβ. 1. 2, 16, 18.
Greek Monolingual
ἁρμάμαξα, η (Α)
σκεπασμένη αναπαυτική άμαξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο < άρμα + άμαξα, αν δεν πρόκειται για παρετυμολογικό μεταπλασμό δάνειας λέξεως στην Ελληνική].
Greek Monotonic
ἁρμάμαξα: -ης, ἡ, σκεπασμένη άμαξα, που έχει σχέση με τους Πέρσες, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· χρησιμοποιούνταν από γυναίκες, σε Ξεν.
Middle Liddell
a covered carriage, borrowed from the Persians, Hdt., Ar.; used by women, Xen.