ἀνεπίδηλος
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
English (LSJ)
ον,
A not manifest or observable, Ptol.Harm.1.4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίδηλος: -ον, ὁ μὴ ἐπίδηλος, ὁ μὴ φανερός, ἀπαρατήρητος, Πτολ. Μουσ. 1. 4.