ἐπίπνοια
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
English (LSJ)
ἡ,
A breathing upon, inspiration, ἐ. πρᾳότητος Pl.Ti.71c; ἐξ ἐπιπνοίας Διός A.Supp.17 (anap.), cf. 43 (lyr.); θείαις ἐ. ib.577 (lyr.); οὐκ ἄνευ τινὸς ἐπιπνοίας θεῶν Pl.Lg.811c, cf. Cra.399a; μαντικὴν . . ἐπίπνοιαν Ἀπόλλωνος θέντες κτλ. Id.Phdr.265b; ἐπιπνοίᾳ δαιμονίου ἐνθουσιάζειν Arist.EE1214a24; ἐ. πρὸς τὸ καλὸν κατασχεθῆναι Plu.Agis7. II. pl., winds blowing opposite ways, Thphr.Vent.55.