λινόπληκτος

From LSJ
Revision as of 10:25, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

German (Pape)

[Seite 49] netzschen, von Thieren, die einmal aus dem Netz entschlüpft und daher scheu sind, Plut. Symp. 2, 8.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνόπληκτος: -ον, ὁ τρομάζων πρὸ τοῦ δικτύου, ἐπὶ ζῴων ἅτινα συλληφθέντα διέφυγον, Πλούτ. 2. 642Α˙ ὡσαύτως λινοπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ, Ἰω. Χρυσ.˙ - ἐν Νουμην. παρ’ Ἀθην. 321Ε, ἔχομεν ὑπερθετ. λινοπληγέστατος, σφοδρότατα πλήττων τὸ δίκτυον, κυρίως ἐπὶ ἰχθύος σφαδάζοντος, μεταφορ. δὲ ἐπὶ ἀνθρώπου, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 181. - Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβ. Παραλ. 288.