ἀπογεύομαι

From LSJ
Revision as of 10:25, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀπογεύομαι: μέσ. γεύομαι ἀπό τινος πράγματος, δοκιμάζω τίνα γεῦσιν ἔχει, διὰ τῆς ἀπογεύσεως τῶν παθῶν καὶ τὸ λεγόμενον ἄκρῳ δακτύλῳ Πλάτ. Πολ. 354Β, Θεαιτ. 157C, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 4· ἀλλ’ ἑκάστου μικρὸν ἂν ἀπεγεύεθ’ ὥσπερ παρθένος Μιλησία Εὔβουλ. ἐν «Καμπυλίωνι» 4. ΙΙ. ἐνεργ. ἀπογεύω, δίδω τόσον μόνον ἔκ τινος πράγματος ὅσον ἀρκεῖ νὰ λάβῃ τις γεῦσιν τοῦ διδομένου, ΙΙ. 4. 3 (39) ἀντίθ. τῷ ἀποπληρῶ· σύμμετρον δοτέον μήτε μόνον ἀπογεύοντας αὐτοὺς μήτε ἀποπληροῦντας Ἡρόδ. (Ἰατρὸς) παρὰ Matth. σ. 78.