ἀπογεύομαι
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
Greek (Liddell-Scott)
ἀπογεύομαι: μέσ. γεύομαι ἀπό τινος πράγματος, δοκιμάζω τίνα γεῦσιν ἔχει, διὰ τῆς ἀπογεύσεως τῶν παθῶν καὶ τὸ λεγόμενον ἄκρῳ δακτύλῳ Πλάτ. Πολ. 354Β, Θεαιτ. 157C, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 4· ἀλλ’ ἑκάστου μικρὸν ἂν ἀπεγεύεθ’ ὥσπερ παρθένος Μιλησία Εὔβουλ. ἐν «Καμπυλίωνι» 4. ΙΙ. ἐνεργ. ἀπογεύω, δίδω τόσον μόνον ἔκ τινος πράγματος ὅσον ἀρκεῖ νὰ λάβῃ τις γεῦσιν τοῦ διδομένου, ΙΙ. 4. 3 (39) ἀντίθ. τῷ ἀποπληρῶ· σύμμετρον δοτέον μήτε μόνον ἀπογεύοντας αὐτοὺς μήτε ἀποπληροῦντας Ἡρόδ. (Ἰατρὸς) παρὰ Matth. σ. 78.