ἄλφα
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
English (LSJ)
τό, indecl. (pl.
A τὰ ἄ. Arist.Metaph.1087a8), v. A a init.; cf. Aen.Tact.31.18, Calliasap.Ath.10.453d, Pl.Cra.431e; ἐπίσταται δ' οὐδ' ἄλφα συλλαβὴν γνῶναι Herod.3.22. 2 T-square, Eustr. in EN74.2. 3 Phoenician for βοὸς κεφαλή, Hsch. 4 metaph., τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ the first and last, Apoc.1.8, al.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλφα: τό, ἄκλ., ἴδε Α α ἐν ἀρχ., πρβλ. Καλλίαν παρ’ Ἀθ. 453D, Πλάτ. Κρατ. 431Ε, Πλούτ. ΙΙ, 738Α.