μεταπέταμαι

Revision as of 10:25, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_8)

English (LSJ)

or μετα-πέτομαι,

   A fly to another place, fly away, ἀπὸ . . εἰς . . Luc.Hist.Conscr.50.

German (Pape)

[Seite 152] u. μεταπέτομαι, weg und anders wohin fliegen, Luc. hist. conscrib. 50.

Greek (Liddell-Scott)

μεταπέταμαι: ἢ -πέτομαι, πέτομαι εἰς ἄλλον τόπον, ἀφίπταμαι, ἀπό… εἰς..., Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 50.