ἐριοκόμος
English (LSJ)
ὁ,
A = ἐριουργός, Hdn.Philet.p.449 P.; cf. εἰροκόμος.
German (Pape)
[Seite 1030] ὁ, = ἐριουργός, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐριοκόμος: ὁ, ἐριουργός, μετεγεν.
ὁ,
A = ἐριουργός, Hdn.Philet.p.449 P.; cf. εἰροκόμος.
[Seite 1030] ὁ, = ἐριουργός, Sp.
ἐριοκόμος: ὁ, ἐριουργός, μετεγεν.