ἐριουργός
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
English (LSJ)
ἐριουργόν, working in wool, D.C.79.7: as substantive, wool-worker, Gal.10.11, PRyl.94.14 (i A.D.), Ath.14.618e; ἡ ἱερὰ φυλὴ τῶν ἐ., at Philadelphia, IGRom.4.1632.28.
German (Pape)
[Seite 1030] in Wolle arbeitend, Wollarbeiter, D. Cass. 79, 7 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ό, όν :
qui travaille la laine.
Étymologie: ἔριον, ἔργον.
Greek (Liddell-Scott)
ἐριουργός: -όν, (ἔριον, *ἔργω) ὁ κατεργαζόμενος ἔρια, Δίων Κ. 79. 7· ἡ ἱερὰ φυλὴ τῶν ἐρ., ἐν Φιλαδελφεία, Συλλ. Ἐπιγρ. 3422. 28.
Greek Monolingual
ο (Α ἐριουργός, -όν)
ως ουσ. ο τεχνίτης που κατεργάζεται έρια, ο εργάτης εριουργείου («ἠ ἱερὰ φυλή τῶν ἐριουργῶν», επιγρ.)
νεοελλ.
βιομήχανος ή εργάτης μάλλινων πλεκτών ή υφασμάτων
αρχ.
ως επίθ. αυτός που κατεργάζεται τα έρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έριο(-ν) + -ουργός (< έργο)].
Greek Monotonic
ἐριουργός: -όν (ἔριον, *ἔργω), αυτός που επεξεργάζεται μαλλί.
Middle Liddell
ἐρι-ουργός, όν ἔριον, *ἔργω
working in wool.
Mantoulidis Etymological
(=πού κατεργάζεται μαλλιά). Σύνθετο ἀπό τό ἔριον (=μαλλί) + ἔργω (ἐργάζομαι). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἐργάζομαι.