ὁ,
A shaking, LXXSi.22.15 (v.l. ἐντίναγμα, as in Sch. Od.17.231).
[Seite 856] ὁ, das Daraufstoßen, Sp.
ἐντῐναγμός: ὁ, τίναγμα, Ἑβδ. (Σειράχ. ΚΒ΄, 13· μετὰ διαφ. γραφ. ἐντίναγμα).