ἐντίναγμα
From LSJ
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
German (Pape)
[Seite 856] τό, das Daraufgeworfene; Schol. Od. 17, 231; LXX.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 sacudida, temblor junto a πόνος, ῥάπισμα, σκίασμα, etc., Serap.Euch.17, πυρὸς ... αἰθύσσοντος ἐντινάγμασι πολλοῖς Gr.Naz.M.37.814A, cf. LXX Si.22.13 (cód.).
2 tormenta, aguacero ἐ. χαλάζης tormenta de granizo Al.Is.28.2, ἀποκρυφὴ ἐντινάγματος Aq.Is.32.2.
3 lanzamiento βελῶν Eust.1818.39, cf. Sch.Od.17.231.