ἀριστευτής
From LSJ
Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A improver, πεδίων ἀ., of a husbandman, Secund.Sent.16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀριστευτής: ὁ, ὁ βελτιῶν τὴν κατάστασίν τινος, πεδίων ἀριστευτής, ἐπὶ γεωργοῦ, Σεκούνδου γνωμ. ἐν Πονημ. Gal σ. 639.