προδιίσταμαι
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
προδιίσταμαι: Παθ., μετ’ ἀορ. καὶ πρκμ. ἐνεργ., διίσταμαι, διαχωρίζομαι προηγουμένως, προδιέστη τὸ κατὰ χώραν πλῆθος Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 3, 2.
προδιίσταμαι: Παθ., μετ’ ἀορ. καὶ πρκμ. ἐνεργ., διίσταμαι, διαχωρίζομαι προηγουμένως, προδιέστη τὸ κατὰ χώραν πλῆθος Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 3, 2.