[Seite 279] nicht nachgemacht, nicht verfälscht, Sp.
ἀπαραποίητος: -ον, ὁ μὴ παραπεποιημένος, ἀνόθευτος, γνήσιος, Κύριλλ. Ἀλ. ― Ἐπίρρ. -τως ὁ αὐτ.